versátil - ορισμός. Τι είναι το versátil
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι versátil - ορισμός

ROL EN UNA RELACIÓN BDSM

Switch (BDSM)         
thumb|Bettie Page Klaw 1-6 collage
versátil      
versátil (del lat. "versatilis")
1 adj. Se dice de lo que se puede *volver con facilidad. Zool. Se dice del órgano o miembro que puede *doblarse o *volverse hacia distintos lados; como los dedos de algunas aves.
2 Se dice de la persona *inconstante, que cambia con facilidad de afecto, aficiones u opiniones.
3 (laudatorio) Se aplica a la cosa adaptable a múltiples aplicaciones, o a la persona capaz de acomodarse a situaciones o actividades diversas. Flexible.

Βικιπαίδεια

Switch (BDSM)

En las prácticas BDSM, se denomina switch o versátil a la persona que ejerce tanto roles dominantes o activos como roles sumisos o pasivos, dependiendo del momento y de la persona con la que se relaciona en esa situación.[1]

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για versátil
1. "Piralkov es un jugador versátil", cuenta Aguilar.
2. Zurdo y muy versátil, se ha convertido en un jugador muy difícil de defender.
3. Incide en que su medio artístico es muy versátil.
4. No ha habido nadie más consistente, más versátil y más dominador.
5. Esta noche, busca remontar ante un rival igualmente versátil, audaz y suntuoso.
Τι είναι Switch (BDSM) - ορισμός